- έχιδνα η ακανθώδης
- (Εchidna aculeata). Θηλαστικό της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των μονοτρημάτων. Είναι ζώο με κοντά πόδια και μεγάλα νύχια, με τα οποία σκάβει το χώμα για να βρει μυρμήγκια, τερμίτες και άλλα έντομα, τα οποία συλλαμβάνει με τη σκωληκόμορφη γλώσσα του, που είναι κολλώδης και μακριά. Το στόμα, μια μικρή και ανεπαίσθητα κινούμενη σχισμή χωρίς δόντια, βρίσκεται στο άκρο ενός λεπτού κυλινδρικού ρύγχους. Το σώμα έχει μήκος περίπου 40 εκ. και καταλήγει σε υποτυπώδη ουρά. Η ράχη και οι πλευρές είναι σκεπασμένες με αγκάθια, που του προσφέρουν ένα αποτελεσματικό μέσο άμυνας. Σε περίπτωση κινδύνου, η έ. μαζεύεται σαν σφαίρα, όπως ένας αχινός.
Εξωτερικά τα άτομα των δύο φύλων δεν εμφανίζουν καμία διαφορά· το θηλυκό γεννά ένα αβγό, το οποίο επωάζει για δύο εβδομάδες σε έναν στοιχειώδη επωαστικό μάρσιπο ή θύλακο. Μέσα σε αυτόν χύνεται (από δύο μαστικές περιοχές) το γάλα, το οποίο τρέφει το νεαρό άτομο, που είναι αρχικά γυμνό και αδύναμο. Η έ. συναντάται στην Αυστραλία. Είναι πλέον γνωστή με τη λατινική ονομασία Τachyglossus aculeatus. Στην Τασμανία ζει ένα άλλο εχιδνιδοειδές (Tachyglossus setosus), όμοιο με την έ.
Η έχιδνα η ακανθώδης είναι θηλαστικό της τάξης των μονοτρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.